- τρίμηνος
- -η, -ο / τρίμηνος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία»)3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν)χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνίααρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίμηνοςη τριμηνία2. (το ουδ. στην αιτ. πληθ. ως επίρρ.) τρίμηναανά τριμηνία3. φρ. «πυρὸς τρίμηνος» — σιτάρι τού οποίου η σπορά έγινε κατά την άνοιξη, ώστε να ωριμάσει μέσα σε τρεις μήνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -μηνός (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑξά-μηνος].
Dictionary of Greek. 2013.